- αλαστορία
- ἀλαστορία, η (Α) [ἀλάστορος]1. η τιμωρός εκδίκηση τού υπέρτατου όντος2. κακία, πονηρία, ανοσιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλαστορίᾳ — ἀλαστορίᾱͅ , ἀλαστορία vengeance of heaven fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαστορίας — ἀλαστορίᾱς , ἀλαστορία vengeance of heaven fem acc pl ἀλαστορίᾱς , ἀλαστορία vengeance of heaven fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαστορίαν — ἀλαστορίᾱν , ἀλαστορία vengeance of heaven fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλάστορος — ἀλάστορος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται υπό την επίδραση τού κακού δαίμονα, που απαιτεί εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού επίθ. ἀλἀστωρ*. ΠΑΡ. αρχ. ἀλαστορία] … Dictionary of Greek